- πενόλιον
- τὸ, Μείδος επινωτίου, μπέρτας που έφεραν πάνω από τον χιτώνα σε κακοκαιρία και ιδίως σε καιρό βροχής και το οποίο ήταν κατασκευασμένο από χοντρό ύφασμα, συχνά και από δορά ζώου, ο φαινόλης*.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. paenula «επινώτιο που έφεραν πάνω από τον χιτώνα»].
Dictionary of Greek. 2013.